- ηχομόνωση
- ημόνωση ενός χώρου σε σχέση με τους θορύβους: Tο διαμέρισμα αυτό διαθέτει τέλεια ηχομόνωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηχομόνωση — η ηχητική μόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound proofing < sound «ήχος» + proofing «στεγανοποίηση»] … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ηχομονωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση 2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα τής απορροφητικότητας τού ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που… … Dictionary of Greek